- αναποζημίωτος
- -η, -οαυτός που δεν αποζημιώθηκε ή δεν μπορεί να αποζημιωθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποζημιώ. Η λ. μαρτυρείται στον δημοσιογράφο και ιστορικό Ιωάν. Φιλήμονα (1798-1874)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναποζημίωτος — η, ο αυτός που δεν πήρε αποζημίωση για κάποια ζημία που του έγινε: Είμαστε ακόμη αναποζημίωτοι για τα χωράφια μας που πήρε ο δρόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)